βροντοφωνάζω

βροντοφωνάζω
1. βγάζω βροντώδη φωνή, μιλάω βροντερά
2. διακηρύσσω κάτι με όλη τη δύναμη της φωνής μου, αποφασιστικά και με παρρησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + φωνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στους Δ. Νικολάου και Χρ. Γρήγορα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βροντοφωνάζω — βροντοφωνάζω, βροντοφώναξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βροντοφωνάζω — αξα, διακηρύσσω κάτι: Οι διαδηλωτές βροντοφώναζαν τα συνθήματά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • βροντοφωνώ — (Μ βροντοφωνῶ, έω) βροντοφωνάζω …   Dictionary of Greek

  • βροντοφωνώ — ησα, βροντοφωνάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”