- βροντοφωνάζω
- 1. βγάζω βροντώδη φωνή, μιλάω βροντερά2. διακηρύσσω κάτι με όλη τη δύναμη της φωνής μου, αποφασιστικά και με παρρησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + φωνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στους Δ. Νικολάου και Χρ. Γρήγορα].
Dictionary of Greek. 2013.